- αετοράχη
- αετοράχη, η και αϊτοράχη, ηαπόγκρεμνη ράχη ψηλού βουνού όπου μπορούν να πλησιάσουν μονάχα αϊτοί: Απόρησαν κι οι ίδιοι πώς είχαν σκαρφαλώσει σε μια τέτοια αϊτοράχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.